ανωιστος

ανωιστος
    ἀνώϊστος
    ἀν-ώϊστος
    I
    2
    1) непредвиденный, неожиданный
    

(κακόν Hom.)

    2) неведомый, непостижимый
    

(θνητοῖσιν Hom.)

    3) незаметно идущий, неслышный
    

(χρόνος Anth.)

    II
    2
    Her. = ἀνοιστός См. ανοιστος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανωιστος" в других словарях:

  • ἀνώιστος — ἀνώϊστος , ἄνοιστος masc nom sg (ionic) ἀνώϊστος , ἀνώιστος unlooked for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανώιστος — ἀνώιστος, ον (Α) [οίομαι] απροσδόκητος, απρόοπτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνωίστως — ἀνωΐστως , ἄνοιστος adverbial (ionic) ἀνωΐστως , ἄνοιστος masc acc pl (doric ionic) ἀνωΐστως , ἀνώιστος unlooked for adverbial ἀνωΐστως , ἀνώιστος unlooked for masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνώιστον — ἀνώϊστον , ἄνοιστος masc acc sg (ionic) ἀνώϊστον , ἄνοιστος neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀνώϊστον , ἀνώιστος unlooked for masc/fem acc sg ἀνώϊστον , ἀνώιστος unlooked for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανωιστί — ἀνωιστί κ. ίστως επίρρ. (Α) [ανώιστος] απροσδόκητα, απρόοπτα …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • ἀνωίστοιο — ἀνωΐστοιο , ἄνοιστος masc/neut gen sg (epic ionic) ἀνωΐστοιο , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωίστοισι — ἀνωΐστοισι , ἄνοιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνωΐστοισι , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωίστοισιν — ἀνωΐστοισιν , ἄνοιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀνωΐστοισιν , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωίστου — ἀνωΐστου , ἄνοιστος masc/neut gen sg (ionic) ἀνωΐστου , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωίστων — ἀνωΐστων , ἄνοιστος fem gen pl (ionic) ἀνωΐστων , ἄνοιστος masc/neut gen pl (ionic) ἀνωΐστων , ἀνώιστος unlooked for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»